.

.
Ολόκληρο το κείμενο
Πρόλογος στην ελληνική έκδοση του Political Contention in Political perspective. Το κείμενο κινείται σε δυο παραπληρωματικούς άξονες. Ο πρώτος περιλαμβάνει συνοπτική παρουσίαση των πλέον καινοτόμων συνεισφορών του τόμου. Το τμήμα αυτό (Ενότητα I) απηχεί βέβαια προβληματισμούς και ζητούμενα της ελληνικής ερευνητικής κοινότητας, όμως η βασική αποστολή του κεφαλαίου —η εισαγωγική παρουσίαση του τόμου στο ελληνικό κοινό— αναλαμβάνεται κυρίως στην ενότητα II. Εκεί παρουσιάζονται οι βασικές αρχές της συνεκτικής βιβλιογραφίας της Συγκρουσιακής Πολιτικής και επιχειρείται η ένταξη των ειδικότερων συμβολών του τόμου εντός του ευρύτερου πλαισίου της. Στις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, η χρήση του όρου «περιβάλλον» είναι σχετικά νέα, όμως η σημασία την οποία ονοματίζει (και τα φαινόμενα στα οποία αναφέρεται) παλαιά όσο και οι ίδιες οι επιστήμες. Μεταξύ άλλων, και αναλόγως του εκάστοτε θεωρητικού πλαισίου, η έννοια έχει γίνει αντιληπτή ως

  • «δομές» (σταθερές, ή «συστηματικές» διαστάσεις της πραγματικότητας) που αντιδιαστέλλονται με βουλησιοκρατικές θεωρήσεις της ανθρώπινης δράσης·
  • «αντικειμενικές συνθήκες» που αντιδιαστέλλονται με «υποκειμενικές» αναγνώσεις (συναφώς και «φαντασιακές κατασκευές»)·
  • «εξωτερικοί» πόροι για την ανάληψη συλλογικών δράσεων («πολιτικές ευκαιρίες») που αντιδιαστέλλονται με τους αντίστοιχους εσωτερικούς (οργανωτικές δομές, διεκδικητικά ρεπερτόρια, αξιακές πλαισιώσεις).

Οι χρήσεις στον παρόντα τόμο έλκουν από την τελευταία σημασία. Όπως ρητά αναφέρουν στην Εισαγωγή η Μαρία Κούση και ο Charles Tilly, οι συγγραφείς εκλαμβάνουν το περιβάλλον ως συνδυασμούς ευκαιριών και απειλών που επιδρούν με τρόπο καταλυτικό, πρωτογενώς ή δευτερογενώς, στην ανάληψη συλλογικών δράσεων.

Η προβληματοποίηση των συναφών διαδικασιών και αιτιωδών ανυσμάτων (στοιχεία που κάθε άλλο παρά αυτονόητα ή προδιαγραμμένα είναι) συνιστά μια πρώτη εξαιρετική συμβολή του τόμου. Πρόκειται για εργασία που φιλοδοξεί να μας απελευθερώσει από την «καταστροφική» πρακτική ανεπίγνωστα μηχανιστικών (και θεωρητικά απλοϊκών) ex post αντιστοιχήσεων, όπου τα αιτιώδη ανύσματα προσδιορίζονται αντίστροφα —από το αποτέλεσμα στην υποτιθέμενη αιτία αντί για το αντίστροφο. Η αποκατάσταση της φυσικής αιτιώδους ροής (από την αιτία στο αποτέλεσμα) αναδεικνύει την πολυπλοκότητα του υπό εξέταση φαινομένου φέρνοντας παράλληλα στο φως και σειρά από θεωρητικά παραμελημένες όψεις του. Δεσπόζουσα θέση ανάμεσά τους κατέχει η συστηματική επανένταξη της πολιτικής οικονομίας (η στον τόμο αποκαλούμενη «οικονομική αλλαγή») μεταξύ των παραγόντων που θεωρείται ότι συναποτελούν ό,τι συνήθως εκλαμβάνουμε ως «δομή πολιτικών ευκαιριών». Παρότι ως κλάδος της σύγχρονης πολιτικής κοινωνιολογίας, η Συγκρουσιακή Πολιτική πάντοτε χαρακτηριζόταν από την ισόρροπη χρήση κοινωνικοοικονομικών και πολιτικοθεσμικών μεταβλητών, η χρησιμοποιούμενη ορολογία («πολιτικές ευκαιρίες») προδιαθέτει για τον προνομιακό χειρισμό των δεύτερων εις βάρος των πρώτων. Υπό το φως του χυδαίου οικονομισμού των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών -τα αδιέξοδα του οποίου κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν οι νεοθεσμικές προσεγγίσεις- η τάση είναι βέβαια ερμηνεύσιμη. Όμως η «επανάκαμψη του πολιτικού» (όπως, αργότερα, η φαινομενολογία, η γλωσσολογική στροφή και η εν γένει «ανάδυση του πολιτισμικού») δεν ήταν διόλου ανάγκη να εκτοπίσουν το κοινωνικοοικονομικό όπως συχνά —αν όχι κατά κανόνα— έγινε. Στις καλύτερες παραδόσεις του κλάδου, η χρήση των κοινωνικοοικονομικών μεταβλητών γίνεται στον τόμο με τρόπο ισόρροπο και δυναμικό —με ιδιαίτερη προσοχή τόσο στη διερεύνηση των αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον (ως εξωτερικό datum) και τις διεκδικητικές προδιαθέσεις των δρώντων, όσο και στα αποτελέσματα στα οποία καταλήγουν οι δράσεις τους (κινηματικές εκβάσεις). Στις αναλύσεις διαπλέκεται συστηματικά και η πολιτισμική διάσταση. Οι πάσης φύσεως δομές (κοινωνικοοικονομικές όσο και πολιτικοθεσμικές) εκλαμβάνονται και αναγιγνώσκονται ως «ευκαιρίες» ή «απειλές» διαμεσολαβούμενες από την κουλτούρα: αξίες, συμβολισμούς, την ίδια τη γλώσσα. Όμως από τους συγγραφείς του τόμου δεν διαφεύγει και η αντίστροφη όψη αυτής της πραγματικότητας: πως (και πώς) η κουλτούρα— θεωρούμενη η ίδια ως μακροδομή νοηματοδοτήσεων και σημασιών— είναι με τη σειρά της και αυτή συνάρτηση κοινωνικών και θεσμικών σταθερών. Γίνεται έτσι σαφές ότι η διαζευκτική αναζήτηση θεωρητικής πρωτοκαθεδρίας (θεσμοί ή κουλτούρα;) είναι πρακτική ψευδής και ατελέσφορη. Ο τόμος παρεμβαίνει διορθωτικά στη θεωρητική μονομέρεια, και αυτό συνιστά μια δεύτερη εξαιρετικά σημαντική συμβολή του.